- αποστρατηγος
- ἀποστράτηγοςἀπο-στράτηγοςὅ1) бывший полководец
ἀποστράτηγον ποιεῖν τινα Dem. — увольнять кого-л. с должности командующего
2) (в Риме) бывший претор Plut.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἀποστράτηγον ποιεῖν τινα Dem. — увольнять кого-л. с должности командующего
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
αποστράτηγος — ἀποστράτηγος, ο (Α) 1. στρατηγός που έχει αποσυρθεί από την υπηρεσία 2. στρατηγός που έχει συμπληρώσει τον χρόνο της στρατηγίας του 3. φρ. «ἀποστράτηγον ποιῶ τινα» τον θέτω σε αργία, τον αντικαθιστώ με άλλον … Dictionary of Greek
ἀποστράτηγος — retired general masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποστρατήγους — ἀποστράτηγος retired general masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποστρατήγων — ἀποστράτηγος retired general masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποστράτηγοι — ἀποστράτηγος retired general masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποστράτηγον — ἀποστράτηγος retired general masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)